The Homeric Greek word ὀλέκω
Word ὀλέκω
IPA olekɔː
Meaning ruin, destroy, kill
Synonyms ἀπόλλυμι, ἀποκτείνω, διαρραίω, φθείρω, καίνω, κατακτείνω, καταλύω, κατέπεφνον, λοιγός, ὄλεθρος, ὄλλυμι, πορθέω

Comments
Iliad