The Homeric Greek word πηγός
Word πηγός
p ɛː ɟ ο. ς
IPA pε:gos
Meaning well put together, solid, strong
Synonyms αἰζήιος, βριαρός, δυνατός, εὔπηκτος, ἴφθιμος, καρτερός, κραταιός, κρατερός, κρατύς, ὄβριμος, σθεναρός, στερεός, στιβαρός

Comments
Iliad